- ακροχορδών
- (-όνος) η бородавка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀκροχορδών — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροχορδῶνας — ἀκροχορδών fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροχορδῶνες — ἀκροχορδών fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Akrochordit — Chemische Formel (Mn,Mg)5[(OH)2|AsO4]2 • 4H2O[1] Mineralklasse Phosphate, Arsenate, Vanadate 8.DD.10 (8. Auflage: VII/D.16 30) (nach Strunz) 42.04.01.01 (nach Dana) Kristallsystem mono … Deutsch Wikipedia
ακροχορδονώδης — ἀκροχορδονώδης ( ους), ες (Α) [ἀκροχορδών] αυτός που έχει ακροχορδόνες* … Dictionary of Greek
ακροχορδόνα — (Α ἀκροχορδών όνος), η κρεατοελιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + χορδή. ΠΑΡ. αρχ. ἀκροχονδρονώδης] … Dictionary of Greek